- σμύλη
- σμύλη, ἡ, a fish, Alex.Trall.12; gen. pl. σμύλων (implying [full] σμύλος, ὁ, s.v.l.) Gp.20.7.1: [full] σμὐλλα· σαύρα, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σμύλη — ἡ, ΜΑ είδος ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. άγνωστης ετυμολ., η οποία πρέπει να συνδεθεί με τον τ. τού Ησύχ. σμύλλα σαύρα] … Dictionary of Greek
σμύλας — σμύλᾱς , σμύλη fem acc pl σμύλᾱς , σμύλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυλίχη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐν τῷ ζυγῷ ὀπή, ἐν ᾗ ὁ ῥυμὸς ἦτο ἐμβεβλημένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τον τ. σμύλη] … Dictionary of Greek
σμύλλα — Α (κατά τον Ησύχ.) «σαύρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. (βλ. και λ. σμύλη)] … Dictionary of Greek